- θεωρητικήν
- θεωρητικόςable to perceivefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
THERAPEUTAE — nomen Sectae, apud Iudaeos, quos etiam Θεορητικοὺς vocat Philo, et ab Essenis, qui vitam activam exercebant, distinguit de Vita Contempl. Unde Photius, ΑνεγνώςθηϚαν τῶ παρὰ Ιοὐδαίοις φιλοσοφησάντων τὴν τε Θεωρητικην` καὶ τὴν πρακτικην` φιλοσοφίαν … Hofmann J. Lexicon universale
σκοπευτήριο — το / σκοπευτήριον, ΝΜΑ νεοελλ. (αβλ. στρ.) περιφραγμένος χώρος, καλά προστατευμένος και κατάλληλα διαμορφωμένος για την εξάσκηση στη σκοποβολή και, ειδικότερα, για την εκτέλεση ασκήσεων βολής με φορητά όπλα σε διάφορους εικονικούς στόχους (α.… … Dictionary of Greek
«АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром … Православная энциклопедия